Σήμερα, η διαδρομή προς το Μοναστήρι της Παναγίας του Κύκκου είναι εύκολη και ασφαλής, χάρη στους σύγχρονους ασφαλτοστρωμένους δρόμους που το συνδέουν με διάφορες περιοχές, όπως ο Πεδουλάς, οι Γερακιές και ο Κάμπος της Τσακίστρας.
Ωστόσο, πριν από αρκετές δεκαετίες, η πρόσβαση στο Μοναστήρι ήταν δύσκολη και απαιτούσε μια επίπονη και χρονοβόρα πορεία μέσα από στενούς και επικίνδυνους δρόμους. Όταν κάποιος έφτανε εκεί, συχνά αναγκαζόταν να διανυκτερεύσει, καθώς η επιστροφή την ίδια μέρα ήταν εξαντλητική.
Για όσους ταξίδευαν από τη Λευκωσία και τις ανατολικές επαρχίες, ο μοναδικός δρόμος περνούσε από τον Πεδουλά. Λίγα χιλιόμετρα πριν το μοναστήρι, υπήρχε μια ξύλινη γέφυρα, γνωστή ως το ‘Ξυλογέφυρο’ ή το ‘Ξυλογιόφυρον’, που είχε κατασκευαστεί για να ενώσει δύο απόκρημνες πλαγιές. Η μόνη εναλλακτική λύση θα ήταν η διάνοιξη του βουνού, κάτι αδύνατο λόγω του σκληρού βραχώδους εδάφους.
Το Ξυλογέφυρο Πεδουλά – ή αλλιώς Ξυλογέφυρο Κύκκου – απέκτησε ιστορική σημασία κατά τα ταραγμένα χρόνια του 1974. Όταν ξέσπασε το πραξικόπημα, ο τότε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’, κατάφερε να διαφύγει από το Προεδρικό Μέγαρο και κατευθύνθηκε προς το Μοναστήρι του Κύκκου. Οι πραξικοπηματίες, που τον καταδίωκαν, έφτασαν στο Ξυλογέφυρο και το ανατίναξαν, προσπαθώντας να του αποκόψουν την πρόσβαση.
Η ανατίναξη της γέφυρας δεν είχε μόνο στρατιωτική σημασία, αλλά και συμβολική. Παρόλο που θεωρήθηκε ως στρατηγική κίνηση για να παγιδευτεί ο Μακάριος, στην πραγματικότητα δεν απέτρεψε τη διαφυγή του. Αντίθετα, η πράξη αυτή οδήγησε σε μεγαλύτερη αιματοχυσία.
Αργότερα, το γεφύρι ξαναχτίστηκε, διατηρώντας τη βάση του από ξύλο, αλλά με ασφαλτόστρωση στην επιφάνειά του. Παρόλο που έχει εκσυγχρονιστεί, οι παλαιότεροι κάτοικοι εξακολουθούν να το αποκαλούν "Το Ξυλογιόφυρον του Κύκκου", κρατώντας ζωντανή την ιστορία του.